- πλούτος
- ὁ πλούτος богатство (ср. плутократия - власть богатых)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πλοῦτος — 1 wealth masc nom sg πλοῦτος 2 neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτος — wealth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek
πλούτος — ο 1. αφθονία αγαθών στην κατοχή ατόμου ή ατόμων ή χώρας: Έχουν μεγάλο πλούτο. 2. μτφ., αφθονία διανοητικών ή συναισθηματικών στοιχείων: Ο πλούτος της πνευματικής ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πλούτους — πλοῦτος 1 wealth masc acc pl πλού̱τους , πλοῦτος 2 neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτω — Πλοῦτος wealth masc nom/voc/acc dual Πλοῦτος wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτω — πλοῦτος 1 wealth masc nom/voc/acc dual πλοῦτος 1 wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτε — Πλοῦτος wealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοῦτε — πλοῦτος 1 wealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτοι — Πλοῦτος wealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)